πιάσω

πιάσω
πιάζω
aor subj act 1st sg
πιάζω
fut ind act 1st sg
πιάζω
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
πιέζω
Ep..
aor subj act 1st sg (attic doric)
πιέζω
Ep..
fut ind act 1st sg (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • αγλεουρίζω — και αγκλεουρίζω [αγλέουρας] 1. δηλητηριάζω τα νερά ποταμού, λίμνης ή θάλασσας με αγλέουρα, για να πιάσω τα ψάρια ή τα χέλια που θα δηλητηριαστούν με αυτόν τον τρόπο 2. ψαρεύω σε ποταμό, λίμνη ή θάλασσα, αφού προηγουμένως δηλητηριάσω τα νερά με… …   Dictionary of Greek

  • απλοχερίζω — 1. απλώνω το χέρι για να πιάσω κάτι 2. απλώνω το χέρι για να χτυπήσω κάποιον 3. δίνω ελεημοσύνη σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αχ — και άχου και αχού και άχι επιφώνημα με το οποίο εκφράζεται: 1) πόνος, λύπη («Αχ, πώς πονώ», «Αχ, ο δύστυχος») 2) οργή, αγανάκτηση («Αχ, τον παλιάνθρωπο», «Αχ, και να σε πιάσω») 3) σφοδρή επιθυμία («Αχ, να μπορούσα») 4) ευχαρίστηση, ικανοποίηση… …   Dictionary of Greek

  • ξεμαλλιάζω — 1. τραβώ βίαια τα μαλλιά κάποιου, ξεριζώνω τα μαλλιά κάποιου («άμα σέ πιάσω θα σέ ξεμαλλιάσω») 2. ανακατώνω τα μαλλιά, αναμαλλιάζω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεμαλλιασμένος, η, ο αυτός που έχει ανακατεμένα μαλλιά, αναμαλλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • πλοχερίζω — και πλοχερῶ, άω Ν ζυμώνω ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < απλοχερίζω «απλώνω τα χέρια για να πιάσω κάτι», με σίγηση τού αρκτικού α . Ο τ. πλοχερώ κατά τα ρ. σε άω] …   Dictionary of Greek

  • στοιχίζω — ΝΑ [στοῑχος] βάζω σε στοίχους, σε σειρές, αραδιάζω νεοελλ. 1. αντιπροσωπεύω ορισμένη χρηματική αξία ή δαπάνη τιμώμαι, κοστίζω («τα υλικά τού στοίχισαν πολύ») 2. μτφ. (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) προξενώ λύπη («τού στοίχισε πολύ ο… …   Dictionary of Greek

  • τσακώνω — και διαλ. τ. τζακώνω Ν 1. πιάνω στην τσάκα, συλλαμβάνω, παγιδεύω 2. (ειδικά) συλλαμβάνω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι, ιδίως κακό («τόν τσάκωσα να κλέβει») 3. (κατ επέκτ.) πιάνω, αρπάζω 4. μέσ. τσακώνομαι φιλονικώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω… …   Dictionary of Greek

  • υποδράσσομαι — και αττ. τ. ὑποδράττομαι Α προσπαθώ να πιάσω, να αρπάξω κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δράσσομαι / δράττομαι «πιάνω, αρπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”